Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2017

Ιωσήφ Νάσι: Ο Μαρράνος Δούκας της Νάξου - Η ισορία της Dona Grácia Mendes Nasi και του Υοsef Nasi


Ο Ιωσήφ Νάσι γεννήθηκε ως Μαρράνος στη Πορτογαλία το 1521, πολύ καιρό μετά την απέλαση όλων των Εβραίων και πιθανώς να ήταν απόγονος της παλαιάς ισπανικής εβραϊκής οικογένειας Νάσι. Ήταν ο γιος του πορτογάλου βασιλικού ιατρού Agostinho (πρώην Σαμουήλ) Micas (απεβίωσε το 1525), ο οποίος δίδασκε ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Λισαβόνας. Ο Ιωσήφ, γνωστός αρχικά ως χριστιανός με το όνομα João Micas (Miques, Míguez), συνόδευσε την θεία του (αδερφή του πατέρα του) Beatrice de Luna (Gracia Mendes *), όταν πήγε από τη Λισαβόνα στην Αμβέρσα το 1537. Μετά από σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Louvain εργάστηκε στο τραπεζικό ίδρυμα της Mendes και ήταν υπεύθυνος για τη διευθέτηση των οικογενειακών υποθέσεων, όταν η Gracia έφυγε το 1545 για την Ιταλία. Στη συνέχεια ήρθε σε επαφή με τον αυτοκράτορα Κάρολο Ε’ και τον αντιβασιλέα της βασίλισσας των Κάτω Χωρών, και λέγεται ότι ήταν στενός συνεργάτης του ανιψιού τους, τον μελλοντικό αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό. Παρά την διαπραγματευτική του δεινότητα, δεν κατάφερε να διασώσει την οικογενειακή περιουσία από τη δήμευση και δραπέτευσε μετά από αυτήν κατά το 1547. Τα επόμενα χρόνια τα πέρασε στη Γαλλία, όπου τον σύστησαν στον βασιλιά Φραγκίσκο Α’, και αργότερα στην Ιταλία. Φέρεται ότι ζήτησε άσυλο από την κυβέρνηση της Βενετίας σε ένα από τα νησιά της ως Μαρράνος πρόσφυγας. Στις αρχές του 1554 συναντήθηκε με τη θεία του Gracia Nasi * στη Κωνσταντινούπολη, όπου περιτομήθηκε και έλαβε το όνομα Ιωσήφ Νάσι (Joseph Nasi). Τον Αύγουστο νυμφεύτηκε την κόρη της Reyna. Αυτό ενίσχυσε την
οικονομική και πολιτική του μοίρα μαζί της. Το 1556 συνεργάστηκε μαζί της στην οργάνωση του αποκλεισμού του λιμανιού της Ανκόνα για να εκδικηθούν την εκεί δίωξη των Μαρράνος. Στον αγώνα για τη διαδοχή του Οθωμανικού θρόνου του Σουλτάνου Σουλεϊμάν Α’ (Suleiman I) μεταξύ των γιων του Σελίμ (Selim) και Μπαγιαζέτ (Bajazet), υποστήριξε τον πρώτο, με αποτέλεσμα εκείνος να του απονείμει πολλές χάρες, συμπεριλαμβανομένου του βαθμού και των απολαβών του μουτερφερίκ («κύριος της αυτοκρατορικής κουστωδίας»). Λόγω της ιδιαίτερης γνώσης του περί ευρωπαϊκών υποθέσεων και των πολιτικών προσωπικοτήτων, και το δίκτυο των πρακτόρων του σε ολόκληρο το δυτικό κόσμο, ασκούσε μεγάλη επιρροή στην εξωτερική πολιτική της Υψηλής Πύλης, βοηθώντας τον Αλεξάντερ Λαπουζάνου (Alexander Lapuseanu), τον πρώην βοεβόδα της Μολδαβίας, στην επανάκτηση του θρόνου του και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις μεταξύ Πολωνίας και Τουρκίας το 1562. Το 1569 ενθάρρυνε την ολλανδική εξέγερση εναντίον της Ισπανίας και μία επιστολή της τουρκικής του υποστήριξης αναγνώστηκε σε μια συνάντηση καλβινιστικού εκκλησιαστικού συμβουλίου του Άμστερνταμ. Μέχρι τότε η επιρροή του στην Κωνσταντινούπολη μεγάλωσε λόγω της ενθρόνισης (1566) του φίλου του Σελίμ Β’, που τον θεωρούσε αγαπημένο του πρόσωπο. Αμέσως μετά του δόθηκε μονοπώλιο στην εισαγωγή κρασιών μέσω του Βοσπόρου, που του απέδωσε καθαρό εισόδημα 15.000 δουκάτων ετησίως. Επιπλέον απέκτησε σημαντικά εμπορικά προνόμια στην Πολωνία. Προκειμένου να ικανοποιήσει κάποιες αξιώσεις κατά του βασιλιά της Γαλλίας (ο οποίος είχε κατάσχει την οικογενειακή περιουσία που είχε παραμείνει στη χώρα αυτή, με το πρόσχημα ότι δεν ανέχονταν τους Εβραίους εκεί), πείρε το φιρμάνι του Σουλτάνου (1568) διατάζοντας τη δήμευση του ενός τρίτου των εμπορευμάτων των γαλλικών πλοίων που ελλιμενίζονταν στην Αλεξάνδρεια. Αυτό το φιρμάνι ανακλήθηκε τον Αύγουστο του 1569), με τον Σουλτάνο να δηλώνει ότι είχε παραπλανηθεί. Την περίοδο εκείνη φάνηκε να μειώνεται η επιρροή του Νάσι στο δικαστήριο και ο Γάλλος απεσταλμένος Γκραντσάμπ (Grandchamp) εξαπέλυσε μια περίτεχνη σκευωρία μαζί με τον πρώην γιατρό του Νάσι, Νταούντ (Daoud) με την ελπίδα να
τον ατιμάσουν. Η σκευωρία απέτυχε και ο Νταούντ αφορίστηκε από τις κύριες εβραϊκές κοινότητες της τουρκικής αυτοκρατορίας.

 Σύντομα μετά την ανάρρηση του Σελίμ, διόρισε τον Νάσι δούκα του νησιού της Νάξου και του παρακείμενου αρχιπελάγους, του οποίου ο χριστιανός δούκας πρόσφατα είχε καθαιρεθεί και τελικά έγινε επίσης κόμης της Άνδρου. Κυβερνούσε το δουκάτο του κυρίως από το παλάτι του στο Μπελβεντέρε (Belvedere) κοντά στην Κωνσταντινούπολη, ενώ τοπικός του αντιπρόσωπος ήταν ο Φρανσίσκο Κορονέλ ή Κορονέλο (Francisco Coronel / Coronello), απόγονος του Αβραάμ Σενέορ (Abraham Seneor), του τελευταίου αρχιραβίνου της Καστίλλης. Κατά τη διάρκεια του πολέμου της Ναυπάκτου (Lepanto) (1570-71) οι κυριαρχίες του Νάσι ανακτήθηκαν από τους Βενετούς υπέρ του πρώην δούκα, αλλά η εξουσία του Νάσι σύντομα αποκαταστάθηκε. Ως αποζημίωση για την απώλειά του φέρεται ότι ορίστηκε βοεβόδας της Βλαχίας το 1571, αλλά τα στοιχεία περί αυτού είναι ασαφή. Ήδη από το 1558 ή 1559, η Ντόνα Γκράτσια (Doña Gracia *) απέκτησε από τον σουλτάνο διάφορες παραχωρήσεις στον Τιβέριο, μετά σε ερείπια, πιθανώς με την πρόθεση να ιδρύσει εκεί ένα γιεσίβα (yeshivah) (παιδαγωγικό ίδρυμα για τις σπουδές των εβραϊκών παραδοσιακών θρησκευτικών κειμένων). Το 1561 ο Ιωσήφ έλαβε την βεβαίωση και την επέκταση αυτής της παραχώρησης, δίνοντάς του την πλήρη εξουσία στην Τιβεριάδα και σε επτά κοντινά χωριά ως αντίτιμο ετήσιας καταβολής. Το χειμώνα του 1564-65 ολοκληρώθηκε η ανοικοδόμηση των ερειπωμένων τειχών της Τιβερίας, εξασφαλίζοντας έναν ορισμένο βαθμό φυσικής ασφάλειας. Αυτή ήταν η μοναδική πρακτική προσπάθεια για την ίδρυση κάποιου είδους εβραϊκού πολιτικού κέντρου στην Παλαιστίνη μεταξύ του τέταρτου και του 19ου αιώνα. Δεν είναι όμως σαφές εάν ο Νάσι το σκεπτόταν ως πολιτική, φιλανθρωπική ή και οικονομική επιχείρηση· είναι βέβαιο ότι σε καμία περίπτωση δεν επισκέφθηκε τον τομέα του. Προσπάθησε να τον αναπτύξει εμπορικά, προωθώντας τις βιοτεχνίες μαλλιού και μεταξιού. Έστειλε επίσης μια εγκύκλιο επιστολή στις εβραϊκές κοινότητες της Ιταλίας καλώντας τις να εγκατασταθούν εκεί, και η κοινότητα του Κόρι (Cori) στην Καμπανία έκανε προετοιμασίες (χωρίς ίσως να εκπληρωθούν) για να αποδεχτεί μαζικά την πρόσκλησή του. Οι ίντριγκες των αυτοχθόνων Αράβων και των χριστιανών και η ζήλια των αντιπάλων του Νάσι στην Κωνσταντινούπολη, τον οδήγησαν να συγκεντρώσει το ενδιαφέρον του αλλού. Παρόλα αυτά παρέμεινε κύριος άρχοντας της Τιβερίας μέχρι το θάνατό του, ενώ η παραχώρηση ανανεώθηκε για τον Σολομώντα Αμπέναες (Solomon Abenaes). 
Ο Νάσι ενθάρρυνε την εβραϊκή παιδεία με την υποστήριξη διαφόρων μελετητών,
όπως τον Μωυσή Αλμόσνινο (Moses Almosnino) που συνέταξε την «Ηρεμία στα Όνειρα», κατόπιν αιτήματος του Νάσι· τον γιατρό Αμάτους Λουσιτάνους (Amatus Lusitanus) που αφιέρωσε την πέμπτη του σεντούρια (Centuria) στον Νάσι· τον Ισαάκ Ακρίς (Isaac Akrish) τον οποίο υποστήριξε όταν είχε εξαθλιωθεί από τη φωτιά της Κωνσταντινούπολης το 1569· και τον Ισαάκ Ονκενέιρα (Isaac Onkeneira) τον μεταφραστή και διευθυντή του στο γιεσίβα και στη συναγωγή που διατηρούσε στο Μπελβεντέρε. Μια εξαιρετική βιβλιοθήκη από την οποία σώζονται ακόμη μερικά χειρόγραφα συνδέονταν με αυτά τα ιδρύματα. Η μόνη ανεξάρτητη λογοτεχνική παραγωγή του Ιωσήφ, που εκδόθηκε από τον ίδιο τον Ισαάκ Ονκενέιρα, ήταν το Ben Porat Yosef (Κωνσταντινούπολη, 1577) – μία πολεμική εναντίον της αστρολογίας, η οποία καταγράφει μια διαμάχη που είχε με ορισμένους χριστιανούς αξιωματούχους.
Το 1569 ο Νάσι έριξε την ισχυρή του επιρροή στη πλευρά του πολέμου στην Κωνσταντινούπολη και θεωρήθηκε υπεύθυνος κυρίως για τον τουρκικό πόλεμο εναντίον της Βενετίας για την Κύπρο. Αναφερόταν ότι ο σουλτάνος είχε υποσχεθεί να τον κάνει βασιλιά του νησιού αυτού, αν και θα παρέμενε τουρκικό φέουδο. Κάποιοι υπαινίσσονται ότι ο Νάσι σχεδίαζε να δώσει μια πολιτική λύση στο εβραϊκό πρόβλημα της εποχής. Αν και οι Τούρκοι κατέκτησαν την Κύπρο το 1571, υπέστησαν ναυτική καταστροφή στη Ναύπακτο (Lepanto), συνεπεία της οποίας κέρδισε το ανερχόμενο κόμμα της ειρήνης με επικεφαλής τον Μεγάλο Βεζύρη Μεχμέτ Σοκόλλι (Mehemet Sokolli). Η επιρροή του Νάσι εξαφανίστηκε πλέον, αν και παρέμειναν στην κατοχή του η μεγαλοπρέπεια και τα προνόμιά του μέχρι το θάνατό του. Η ισορροπία του επιτεύγματός του ήταν απογοητευτική, εξαιτίας της μεταβλητότητάς του στο σκοπό. Είναι δύσκολο να αποφασιστεί ποια αξιοπιστία μπορεί να δοθεί στην ισπανική έκθεση που τον θέλει να μετάνιωσε για τη απόφασή του να εγκαταλείψει το Χριστιανισμό και την επιθυμία του να επιστρέψει στη Δυτική Ευρώπη. 
Ο Ιωσήφ διασώθηκε από τη χήρα του Reyna, δούκισσα της Νάξου (1599), που
διατήρησε τη βιβλιοθήκη του και επέτρεψε στους μελετητές να έχουν πρόσβαση σε αυτήν. Το 1592 ίδρυσε ένα τυπογραφείο στο παλάτι της στο Μπελβεντέρε. Το διεύθυνε ο Ιωσήφ Β. Ισαάκ Ασκελόνι (Joseph b. Isaac Ashkeloni) και λειτούργησε μέχρι το 1594· επαναλειτούργησε από το 1597 έως το 1599. Περίπου 12 έργα που μνημονεύουν τη γενναιοδωρία της Reyna στο εξώφυλλο, εκδόθηκαν από τον Τύπο.
Μετάφραση: AntiZiTro

Βιβλιογραφία:

  • C. Roth, House of Nasi: The Duke of Naxos (1948);
  • P. Grunebaum-Ballin, Joseph Naci, duc de Naxos (1968);
  • J. Reznik, Le Duc Joseph de Naxos (1936);
  • A. Galanté, Don Joseph Nasi, Duc de Naxos, d'aprés de nouveaux documents (1913);
  • idem, in: REJ, 64 (1912), 236–43;
  • M.A. Levy, Don Joseph Nasi, Herzog von Naxos, seine Familie, und zwei juedische Diplomaten seiner Zeit (1859);
  • P. Wittek, in: Bulletin of the School of Oriental and African Studies, 14 (1952), 381–3;
  • Arce, in: Sefarad, 13 (1953), 257–86;
  • Kaufmann, in: JQR, 2 (1889/90), 291–7; 4 (1891/92), 509–12; 13 (1900/01), 520–32;
  • Besohn, in: MGWJ, 18 (1869), 422–4;
  • Rahn, ibid., 28 (1879), 113–21.










 απο - antizitro.blogspot.gr

------------

*



Aλέξανδρος Μασσαβέτας

Γνωστή μεταξύ των Εβραίων ως Ha-Giveret ή, αντίστοιχα στα πορτογαλικά και djudeo-espanyol, Α Senhora ή La Senyora («Η Κυρά, Η Δέσποινα»), η Dona Grácia Mendes Nasi δεν είναι μόνο η πιο γνωστή Marrano της ιστορίας αλλά και μία από τις γνωστότερες γυναίκες στην ιστορία του Εβραϊσμού. Μένοντας χήρα σε ηλικία 25 ετών και έχοντας κληρονομήσει μία αμύθητη εμπορική αυτοκρατορία, βρέθηκε από τις περιστάσεις σε θέση να διαδραματίσει ένα ρόλο που οι κανόνες της εποχής αλλά και τα ήθη των Εβραίων ειδικότερα δεν ανέμεναν από τις γυναίκες.

Γεννήθηκε στη Λισσαβώνα το 1510, και το βαφτιστικό της όνομα ήταν Beatriz de Luna. Όπως όλοι οι Marranos, η Dona Grácia είχε δύο ονόματα και δύο επίθετα, ένα χριστιανικό ονοματεπώνυμο για δημόσια χρήση και ένα εβραϊκό, μυστικό, το οποίο μπόρεσε να χρησιμοποιήσει δημόσια μόνο αφού εγκαταστάθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και επέστρεψε και επίσημα στον Ιουδαϊσμό. Το Grácia είναι το σεφαρδιτικό αντίστοιχο του εβραϊκού Χάννα («κεχαριτωμένη»). Το διπλό όνομα εκείνων από τους Marranos που διατηρούσαν την εβραϊκή τους πίστη αντικατόπτριζε και τη διπλή τους ταυτότητα: την ψευδή χριστιανική που είχαν αναγκασθεί να υιοθετήσουν και την πραγματική εβραϊκή που φύλασσαν ζηλότυπα.

Εκ πατρός, η Dona Grácia καταγόταν από τους el Nasci, οικογένεια πατρικίων Σεφαρδιτών της Καστίλλης που είχαν καταφύγει στην Πορτογαλία μετά την απέλαση του 1492 και είχαν αναγκασθεί, το 1497, να βαπτισθούν και να πάρουν το επώνυμο De Luna. Ορφανή από πατέρα ήδη σε ηλικία 18 ετών, η Dona Grácia, πρωτότοκη μεταξύ τριών αδελφών, παντρεύεται τον αδελφό της μητέρας της Dom Francisco Mendes, το πραγματικό (εβραϊκό) όνομα του οποίου είναι Semah Benveniste.

Την εποχή εκείνη ήταν συνηθισμένοι μεταξύ των Marranos οι γάμοι ανάμεσα σε στενούς συγγενείς, για να διατηρηθεί η κρυφή ιουδαϊκή παράδοση. Οι Benveniste κατάγονταν από τη Soria της Καστίλλης. Όπως και οι Nasi, ανήκαν στη σεφαρδιτική αριστοκρατία, που την είχε σφραγίσει το βαθύ τραύμα της εξορίας και του αναγκαστικού βαπτίσματος. Όπως συνέβαινε με τους περισσότερους Marranos που ήταν αποφασισμένοι να κρατήσουν τη φλόγα της πίστης τους, η γαμήλια τελετή πρέπει να έγινε πρώτα κρυφά στο σπίτι κατά το εβραϊκό τυπικό και μετά δημόσια στην εκκλησία. Από το γάμο αυτό το ζεύγος αποκτά μία κόρη, την Ana (σεφαρδιτικό της όνομα Reina).

Ο Dom Francisco Μendes με τον αδελφό του Diogo είχαν κτίσει μία κολοσσιαία αυτοκρατορία εισαγωγών–εξαγωγών. Εμπορεύονταν πολύτιμους λίθους, μπαχαρικά και άλλα είδη πολυτελείας που εισήγαγαν από τις υπερπόντιες κτήσεις της Πορτογαλίας στις Ινδίες. Η Dona Grácia από νωρίς δείχνει ενδιαφέρον στα εμπορικά ζητήματα και δίπλα στο σύζυγό της αποκτά πολύτιμη εμπειρία. Η εταιρεία των Mendes γίνεται η μεγαλύτερη της Ευρώπης στην εμπορία μπαχαρικών. Ο Dom Franciso πεθαίνει ωστόσο το 1535, έχοντας ορίσει στη διαθήκη του συνδιαχειριστές της αμύθητης περιουσίας τον αδελφό και τη γυναίκα του. Στο νεκροκρέβατό του, η Dona Grácia του υπόσχεται να μεταφέρει τα οστά του στους Αγίους Τόπους και να μεριμνήσει να ταφούν κατά το εβραϊκό τυπικό.

Το 1536 η Ιερά Εξέταση έρχεται στην Πορτογαλία και αρχίζουν οι δίκες των «αιρετικών». Οι Mendes αισθάνονται την απειλή: οποιαδήποτε κατηγορία για «αίρεση» συνεπάγεται και την κατάσχεση της περιουσίας του κατηγορουμένου. Παράλληλα, τα ανάκτορα εποφθαλμιούν τα πλούτη της νεαρής χήρας, της οποίας εξάλλου την «καθαρότητα της πίστεως» αμφισβητούν. Καταστρώνουν σχέδιο να κλείσουν τη μοναχοκόρη της Ana (Reina) στα ανάκτορα για να την παντρέψουν αργότερα με μέλος της βασιλικής οικογένειας, βάζοντας έτσι χέρι στη μισή κληρονομία των Mendes. H Dona Grácia καμμία πρόθεση δεν έχει να χάσει την περιουσία της και να δει την κόρη της αμετάκλητα Καθολική, και αποφασίζει να το σκάσει από την Πορτογαλία. Φεύγει κρυφά με βρετανικό πλοίο μαζί με τη Reina, την αδελφή της Brianda και δύο ανηψιούς της, πρώτα για το Λονδίνο, και από εκεί για την Αμβέρσα, εμπορική πρωτεύουσα τότε του ευρωπαϊκού βορρά. Έχει στο μεταξύ οργανώσει τη μεταφορά των περιουσιακών της στοιχείων στην Αμβέρσα μέσω του εκτεταμένου δικτύου πρακτόρων και αντιπροσώπων του οίκου Mendes σε όλη την Ευρώπη.

Στην Αμβέρσα είχαν εγκατασταθεί πολλοί Marranos από την Πορτογαλία όταν επετράπη η αποχώρηση μετά τη σφαγή του 1506. Τους απαγορευόταν να ταξιδέψουν προς ισλαμικές χώρες καθώς ήταν λίγο-πολύ γνωστό πως εκεί θα επέστρεφαν αμέσως στον ιουδαϊσμό. Η πόλη, όπως και όλες οι Κάτω Χώρες, αποτελούσαν τμήμα της Ισπανικής Αυτοκρατορίας, αλλά εδώ η Ιερά Εξέταση δε λειτουργούσε με τη σφοδρότητα που δρούσε στην Ισπανία. Στην Αμβέρσα ο Diogo Mendes δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, στο χώρο των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, δανείζοντας μεγάλα ποσά σε μονάρχες. Στην πόλη, εξάλλου, λειτουργεί από το 1531 χρηματιστήριο.

Με το που φθάνει στην Αμβέρσα η Dona Grácia, ρίχνει όλη της την ενέργεια στις επιχειρήσεις. Ο Diogo παντρεύεται την Brianda, μάλλον καθ’ υπόδειξιν της Grácia ώστε να μπορούν από κοινού να ελέγχουν την ασταθούς χαρακτήρα μικρότερη αδελφή. Το ζεύγος Diogo – Brianda αποκτά και αυτό μία μοναχοκόρη, που προς τιμήν της θείας της τη βαφτίζουν Beatriz και της δίνουν το κρυφό όνομα Grácia. Πέραν από τις επιχειρήσεις, Diego και Dona Grácia στήνουν ολόκληρο μυστικό δίκτυο διάσωσης των Marranos που θέλουν να εγκαταλείψουν την Πορτογαλία και την Ιερά Εξέταση. Το δίκτυο τους βοηθά να έρθουν από τη Λισσαβώνα στην Αμβέρσα και από εκεί να φύγουν για την Κολωνία και, κατεβαίνοντας την κοιλάδα του Ρήνου, στη Φερράρα και από εκεί στα Βαλκάνια, τα Οθωμανικά εδάφη και την ελεύθερη άσκηση της εβραϊκής λατρείας.

Η ύπαρξη αυτού του δικτύου, για τη λειτουργία του οποίου ξοδεύουν μεγάλα ποσά, είναι από τους βασικούς λόγους που οι Mendes δεν αποκαλύπτουν την εβραϊκή τους ταυτότητα στην Αμβέρσα. Έτερος λόγος, φυσικά, η Ιερά Εξέταση. Καθώς η τελευταία σκληραίνει τη στάση της, το 1540 αποφασίζουν να εγκαταλείψουν την πόλη. Ο Diogo όμως πεθαίνει ξαφνικά το 1543. Γνωρίζοντας τον ασταθή χαρακτήρα της γυναίκας του, στη διαθήκη του έχει αφήσει τη διαχείριση του συνόλου της περιουσίας των Mendes στη Dona Grácia, η οποία κληρονομεί, μαζί με την κόρη της, το 50%. Το υπόλοιπο 50% περνά στη Brianda και τη μικρή Grácia, αλλά η Dona Grácia θα το διαχειρίζεται ως την ενηλικίωση της τελευταίας. Οι όροι αυτοί, υπαγορευμένοι από την απόλυτη εμπιστοσύνη στη Dona Grácia και τη δυσπιστία στην Brianda, θα προκαλέσουν αργότερα μέγα σκάνδαλο μεταξύ των δύο.

Στα 31 της χρόνια, η Dona Grácia γίνεται μόνη διαχειρίστρια μιας αμύθητης περιουσίας. Δεξί της χέρι, ο ανηψιός της João Micas (Yosef Nasi). Την πρώτη δυσκολία που αντιμετωπίζουν θα την βρίσκουν συχνά μπροστά τους το μέλλον: κατηγορούν τον αποθανόντα Diogo Mendes για «αίρεση» (πως τηρούσε κρυφά τα εβραϊκά έθιμα), με στόχο να κατασχεθεί η περιουσία του. Η Dona Grácia μοιράζει γενναιόδωρα μπαχσίσια, ενώ υπόσχεται στον Κάρολο Ε΄δάνειο με ευνοϊκούς όρους. Πετυχαίνει έτσι να αποσυρθεί η κατηγορία. Ωστόσο, για δεύτερη φορά το στέμμα καταστρώνει έμμεσο τρόπο υφαρπαγής της μέσω γάμου: ο Κάρολος Ε’ προτείνει στην Dona Grácia να εισάγει τόσο την κόρη της, όσο και την τρίχρονη τότε ανηψιά της, στην Αυλή, ώστε να τις παντρέψει αργότερα με ευγενείς. Η Dona Grácia αρνείται, και το 1545 το σκάει μαζί με την Brianda, την κόρη και την ανηψιά της για τη Βενετία.

Ο Κάρολος Ε’, εκνευρισμένος με την απόδραση των «χηρών Mendes», θέτει embargo στην περιουσία και τις οφειλές προς αυτές. Ο João Micas παραμένει με την αποστολή να διαπραγματευθεί την άρση του embargo και να οργανώσει τη μεταφορά, μέσω συναλλαγματικών και άλλων πιστωτικών μέσων, των περιουσιακών στοιχείων του οίκου στη Βενετία. Ακολουθεί τις δύο θείες του τρία χρόνια αργότερα, έχοντας πράγματι διασώσει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας. Για να εκδικηθεί τη φυγή του οίκου, ο Κάρολος ο Ε’ απελαύνει τους Marranos από την Αμβέρσα.

Στη Βενετία οι αδελφές Mendes εγκαθίστανται σε palazzo στο Canal Grande. Ούτε εδώ υιοθέτησαν ανοικτά την εβραϊκή ταυτότητα. Η Ιερά Εξέταση ήταν παρούσα: θα τις κατηγορούσαν για αποστασία και η περιουσία τους θα κατάσχετο. Παράλληλα, το προσωπείο του Καθολικισμού συνέφερε την οικογένεια στις οικονομικές της συναλλαγές και στην καλλιέργεια επαφών, ενώ απήλασσε τις αδελφές από την υποχρέωση να κατοικήσουν στο γκέττο. Η φήμη τους είχε φθάσει στη Γαληνοτάτη πριν από αυτές. Σε μία περίοδο που η Βενετία βρίσκεται σε οικονομικό μαρασμό, έχοντας χάσει κτήσεις της στην Ανατολή στους Οθωμανούς και βιώνοντας έντονο τον ανταγωνισμό από το υπερατλαντικό εμπόριο, η Ενετική Δημοκρατία επιθυμεί την εγκατάσταση των Mendes, που δάνειζαν τους μονάρχες στην Πορτογαλία και την Αμβέρσα.

Aπό τη Γαληνοτάτη η Dona Grácia αρχίζει να καλλιεργεί πιο συστηματικά τις επαφές της στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, γνωρίζοντας πως η Πόλη επρόκειτο να είναι ο τερματικός σταθμός της μεγάλης πορείας της. Εκεί η Grácia διαθέτει ισχυρούς φίλους, όπως ο προσωπικός ιατρός του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, ο Μωυσής Χαμόν από τη Γρανάδα. Ο Χαμόν εύκολα πείθει το Σουλτάνο πως τον συμφέρει να έχει τη ζάμπλουτη τραπεζίτισσα για υπήκοο, και την περιουσία της στην επικράτειά του. Στη Βενετία, ωστόσο, η Dona Grácia αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη ίσως δυσκολία των περιπλανήσεών της. Η ίδια η αδελφή της Brianda, δυσαρεστημένη προφανώς από την κηδεμονία της Grácia επί της περιουσίας ολόκληρης, και θέλοντας να ζήσει την dolce vita της πόλης χειραφετημένη από τον καταπιεστικό της έλεγχο, καταδίδει τη Grácia στις αρχές με την κατηγορία της αίρεσης – ότι τηρεί στην οικία της τα εβραϊκά έθιμα – ενώ αποκαλύπτει και το σχέδιό της να δραπετεύσει στην επικράτεια του Σουλτάνου. Στόχος της καταγγελίας της ελαφρόμυαλης Brianda είναι να της αποδοθεί το 50% της κληρονομίας που της αντιστοιχεί.

Η καταγγελία προκαλεί συναγερμό και δίνει την ευκαιρία στις αρχές της Γαληνοτάτης να κατάσχουν την περουσία των Mendes. Οι κόρες και των δύο αδελφών αρπάζονται από τις αρχές της Γαληνοτάτης και κλείνονται σε μοναστήρι, για να ανατραφούν «κατά τις αρχές τις Χριστιανικής πίστεως». Συνέπεις χαρακτηριστικές κάθε κατηγορίας πως κάποιος Marrano «έρρεπε στον Ιουδαϊσμό». Αρωγή στη μεγάλη αυτή δοκιμασία Dona Grácia βρίσκει από τον ίδιο το Σουλτάνο. Ο απεσταλμένος του Σουλεϊμάν δηλώνει πως οι αδελφές Mendes είναι υπήκοοι του Σουλτάνου και άρα υπό την προστασία του, και κινδυνεύει να προκληθεί διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ Βενετίας και Οθωμανών. Άγνωστο πώς οι δύο αδελφές, σε μερική συμφιλίωση, κατορθώνουν να ελευθερώσουν τις κόρες τους από την ομηρία και διαφεύγουν στη Φερράρα, το 1549. «Αν η περιουσία των Mendes ήταν, από τη μια, το κλειδί της ασφάλειάς τους και η εγγύηση της επιβίωσής τους, δεν έπαυε να είναι ταυτόχρονα μια Δαμόκλειος σπάθη αιωρούμενη συνεχώς πάνω από τα κεφάλια τους» σχολιάζει η Esther Mucznik.

Στη Φερράρα, υπό τους κόμητες d’ Este, πνέει ένας άνεμος ελευθερίας. Εδώ βρίσκεται ήδη η επιχειρηματίας, λογία και φιλάνρωπος Benvenida Abravanel, γόνος μιας από των σημαντικότερων οικογενειών του Σεφαρδιτικού εβραϊσμού. Η Φερράρα θα είναι η τελευταία στάση στη χριστιανική Ευρώπη για την Dona Grácia, η οποία για πρώτη φορά συναντιέται εδώ ανοικτά με ραββίνους και Εβραίους διανοητές. Σε μια πόλη με φρενήρη εκδοτική δραστηριότητα, τόσο εκείνη όσο και ο João Micas – Ιωσήφ Nasi αναδεικνύονται σε μαικήνες των εκδόσεων. Στη Dona Grácia είναι αφιερωμένη τόσο η Βίβλος της Φερράρας, εκδοθείσα στην ισπανική γλώσσα για χρήση από τους Εβραίους, όσο και το έργο στα πορτογαλικά του ποιητή Samuel Usque «Παρηγορία στις Δοκιμασίες του Ισραήλ». Στο palazzo της Dona Grácia συχνάζει τόσο ο πρίγκηπας της Φερράρα, όσο και ξένοι διπλωμάτες. Από τη Φερράρα, μαζί με τον Ιωσήφ Nasi, η Dona Grácia συνεχίζει να διευθύνει το δίκτυο που βοηθά το λαό της να γλιτώσει τα δίχτυα της Ιεράς Εξέτασης και να διαφύγει προς την Οθωμανική επικράτεια.

Τελικά, η Dona Grácia φεύγει από τη Φερράρα το 1552, σαλπάροντας με μεγάλη κουστωδία για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, στα 42 της χρόνια. Την ίδια στιγμή, ο Πάπας Ιούλιος Γ’ διατάσσει το δημόσιο κάψιμο όλων των εβραϊκών βιλίων στη Ρώμη, ενώ ένα χρόνο αργότερα, στη Φερράρα εγκαθίσταται η Ιερά Εξέταση... Ο Ιωσήφ Nasi ακολουθεί τη θεία του στην Πόλη ένα χρόνο αργότερα. Πριν την άφιξή της, η Dona Grácia έχει διαπραγματευθεί με τις Οθωμανικές αρχές και έχει αποσπάσει ειδική άδεια, ώστε να διατηρήσει στην Πόλη η ίδια και όλος της ο οίκος τη μόδα της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας, την οποία είχε χρησιμοποιήσει όλη της ζωή. Καθώς δε ζούσε ανοιχτά ως Εβραία στην Ευρώπη, δεν υπαγόταν στους εκεί ενδυματολογικούς περιορισμούς, και δεν έχει καμμία πρόθεση να υπαχθεί σε αυτούς τώρα που έρχεται να ζήσει ελεύθερα ως Εβραία υπό το Σουλτάνο. Δε θα ντυνόταν λοιπόν όπως οι Οθωμανοί Εβραίοι. Το ότι της αναγνωρίζεται αυτό το δικαίωμα δείχνει την ξεχωριστή θέση που της δίνουν τα αμύθητα πλούτη της.

Όλος ο Εβραϊσμός της Πόλης συρρέει εκστατικός να υποδεχθεί την Senyora, που αποβιβάζεται επικεφαλής πολυτελούς πομπής στην Πόλη στις αρχές του 1553. Η Dona Grácia εγκαταθίσταται σε μέγαρο στους λόφους της Περαίας, πάνω από το Γαλατά, δίπλα στις ευρωπαϊκές πρεσβείες, μία κίνηση με την οποία υπογραμμίζει πως θα κρατήσει μεγάλη ανεξαρτησία έναντι της Πύλης. Διατηρεί επίσης τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής. Με το που πατά το πόδι της στην Πόλη, αμέσως παρέχει σημαντικό δάνειο προς το κράτος. Μπορεί πια να ζει ανοικτά ως Εβραία, ενώ ο João Micas κάνει περιτομή και παίρνει το όνομα Ιωσήφ Nasi, και παντρεύεται την κόρη της Grácia και ξαδέλφη του, Reina. Οι Μarranos ειδικότερα και ο εβραϊσμός παγκοσμίως αισθάνεται ρίγη συγκίνησης με τη θεαματική φυγή και επιστροφή των Nasi στην πίστη των πατέρων τους.

Η εγκατάσταση της Dona Grácia στην Πόλη του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς δε σήμαινε και ότι βρήκε την απόλυτη ησυχία. Δύο χρόνια μετά την εγκατάστασή της στην Πόλη, ο νέος Πάπας Παύλος Δ’ αποφάσισε να εκκαθαρίσει τα Παπικά κράτη από τους «Νέους Χριστιανούς» που είχαν «αποστατήσει» και επιστρέψει στον Ιουδαϊσμό. Έβαλε στο μάτι πρωτίστως την Αγκώνα, όπου η έλλειψη της Ιεράς Εξέτασης και η φιλελεύθερη στάση των αρχών είχαν κάνει το εμπορικό λιμάνι καταφύγιο για τους Πορτογάλους Marranos που επέστρεφαν στην πατρογονική τους θρησκεία. Ο Πάπας διέταξε τη σύλληψή τους και άρχισαν τα βασανιστήριά τους. Ο οίκος Μendes-Νasi είχε τέσσερις αντιπροσώπους στην Αγκώνα. Έξαλλη με το δράμα των συματριωτών της, 28 από τους οποίους κάηκαν στην πυρά, η Dona Grácia έπεισε το Σουλτάνο Σελίμ να μποϊκοτάρει το λιμάνι της Αγκώνας, παγώνοντας κάθε εμπορική δραστηριότητα. Δυστυχώς, το εμπάργκο απέτυχε γιατί σε αυτό αντιτάχθηκε ο ραββίνος της Θεσσαλονίκης, της μεγαλύτερης εβραϊκής κοινότητας της Αυτοκρατορίας, Ιόσουα Σονσίνο. Ο Σονσίνο και πολλοί επιφανείς ραββίνοι και εβραίοι έμποροι φοβήθηκαν πως το εμπάργκο θα έθιγε την παλιά εβραϊκή κοινότητα της Αγκώνας, που – σε αντίθεση με τους Marranos – δεν αντιμετώπιζε καμμία κατηγορία ή διώξεις.

Έτσι άρχισε η κόντρα της La Senyora με τις ραββινικές αρχές. Η ξαφνική δύναμη και κύρος που απέκτησε μία γυναίκα στα πλαίσια του Οθωμανικού εβραϊσμού θορύβησε το ραββινάτο, που εντός του Οθωμανικού συστήματος είχε αποκτήσει απόλυτη ισχύ και επιρροή επί των πιστών και πάσχιζε να εξαλείψει κάθε εστία κοσμικής εξουσίας εντός του εβραϊσμού, που θα απειλούσε την πρωτοκαθεδρία του. Η Dona Grácia με μια σειρά πρωτοβουλίες που αύξησαν περαιτέρω το προφίλ της «μπήκε στο μάτι» των ραββίνων. Ίδρυσε μια γεσιβά (ιερατική σχολή) και μια συναγωγή στο Μπαλατά, που έμεινε γνωστή ως «Σινιόρα» (δε σώζεται δυστυχώς). Χρηματοδότησε επίσης την ανοικοδόμηση στη Σμύρνη της συναγωγής, που σώζεται ακόμη με το όνομα Signora-Giveret και αποτελεί την πιο πολυτελή ανάμεσα στις συναγωγές του αρχαίου εβραιομαχαλά στα παζάρια της πόλης. Για να της «κόψουν τα φτερά», οι ραββίνοι άρχισαν να διαδίδουν πως οι Marranos, παρά τη δημόσια επιστροφή τους στον Ιουδαϊσμό στα Οθωμανικά εδάφη, παρέμεναν «κρυπτοχριστιανοί». Η Dona Grácia αντιμετώπιζε την κατηγορία της αδελφής της Brianda αντεστραμμένη!

Απόφευκτα, οι Μarranos που επέστρεφαν γενιές μετά στον εβραϊσμό αγνοούσαν πολύ βασικά πράγματα της λατρείας και του δόγματος και φυσικά δεν μπορούσαν να διαβάσουν τις γραφές στην εβραϊκή. Η Dona Grácia όμως, που τόσο κινδύνευσε και τόσο αγωνίστηκε για να διασώσει την εβραϊκή της ταυτότητα, δεν επρόκειτο να ενδώσει σε κάτι γερο-ραββίνους και να χαλάσει τη ζαχαρένια της. Η εκστρατεία λασπολογίας εναντίον της οδήγησε στο πρώτο σχίσμα του Οθωμανικού εβραϊσμού. Η La Senyora και η κοινότητά της εγκατέλειψαν την Αρχιραββινεία της Πόλης και τέθηκαν υπό την προστασία των αρχών του ημι-αυτόνομου γενοβέζικου θύλακα του Γαλατά. Οι επίγονοί τους σήμερα διατηρούν μία «Ιταλική συναγωγή», γνωστή και ως Call de los Francos («Συναγωγή των Φράγκων») στο Γαλατά, πολύ κοντά στο κτίριο που στέγαζε την Podestà των Γενοβέζων, και ιδιαίτερο νεκροταφείο στο Σισλί, αν και έχουν επιστρέψει στην αγκαλιά της Αρχιραββινείας. Κατά τρόπον που υπενθυμίζει την άλλοτε υπαγωγή τους στη Γένοβα, πολλοί απέκτησαν την ιταλική ιθαγένεια.

Αφού ξεμπέρδεψε με τους ραββίνους και ησύχασε, η Dona Grácia, που στο μεταξύ απέκτησε μεγάλη επιρροή στην Αυλή του Σελίμ Β’, ετοίμασε την εκδίκησή της για τα auto da fé της Αγκώνας. Χρηματοδότησε τον Οθωμανικό στόλο στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου. Οι απόκληροι του Καθολικισμού και ευεργετημένοι των Οθωμανών Εβραίοι και Marranos επρόκειτο πια να συνδράμουν ενεργά τους σωτήρες τους. Ακόμη πιο θεαματική ήταν η καρριέρα στην Πύλη του ανηψιού της Yosef Nasi. Κέρδισε την εμπιστοσύνη του Σουλεϊμάν χάρη στις γνώσεις του και τις αναλύσεις του των ευρωπαϊκών υποθέσεων. Ο διάδοχός του Σελίμ Β’ τον χρησιμοποίησε ως διπλωμάτη και αργότερα τον έκανε κύριο της Τιβεριάδος, ιερής πόλης του εβραϊσμού στη Γαλιλαία. Την παραχώρησε στους Nasi μαζί με την επίσης ιερή Safed, με στόχο να εποικισθούν από Εβραίους. Το σχέδιο – προάγγελος του σύγχρονου Σιωνισμού – τελικά απέτυχε και ο Σελίμ διόρισε τον Ιωσήφ Nasi Δούκα της Νάξου και των Κυκλάδων. Καμμία άλλη οικογένεια του Οθωμανικού εβραϊσμού δεν είχε τόσο λαμπρό άστρο και δεν ενέπνευσε τόσο θαυμασμό.



απο http://cohen.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Στη Νάξο, 11-13 Ιουνίου 2021 Το 33ο Συνέδριο της Ομοσπονδίας Κινηματογραφικών Λεσχών Ελλάδας

Το 33ο Συνέδριο της Ομοσπονδίας Κινηματογραφικών Λεσχών Ελλάδας με θέμα:   «Η θάλασσα στον κινηματογράφο» σε συνεργασία με την Κινηματογρα...